ὁμιλία

ὁμιλία
ὁμιλία, ας, ἡ(ὅμιλος) As with the verb, this noun is used of a group and then of what a group ordinarily engages in: conversation (schol. Soph., El. 420: ἡ ὁμιλία λέγεται καὶ ἐπὶ συνουσίας καὶ ἐπὶ διαλέξεως ‘the term ὁ. is used both of association and conversation’).
state of close association of persons, association, social intercourse, company (Trag., Thu.+; X., Mem. 1, 2, 20 ὁμιλία τῶν χρηστῶν; Herm. Wr. in Stob. I 277, 21 W.=432, 20 Sc. τὰς πρὸς τοὺς πολλοὺς ὁμιλίας παραιτοῦ; PTebt 703, 273f [III B.C.]; POxy 471, 76; PYadin 15, 6; 22: s. editor’s note p. 63; Wsd 8:18; 3 Macc 5:18; TestAbr B 2 p. 107, 4 [Stone p. 62]; Jos., Ant. 11, 34, Vi. 67; Tat. 26, 4; Ath. 22, 4 ὁμιλίαν τοῦ ἄρρενος πρὸς τὸ θῆλυ) ὁμιλίαι κακαί bad company 1 Cor 15:33 (s. ἦθος and also EpArist 130).
engagement in talk, either as conversation (so Diod S 16, 55, 2. The Hellenistic term acc. to Moeris [276f=203f P.] is λαλιά q.v.) or as a speech or lecture to a group (Ael. Aristid. 42, 9 K.=6 p. 68 D.; Lucian, Demon. 12; Philostrat., Vi. Apoll. 3, 15 p. 93, 20, Imag. Prooem. p. 295, 11; Dositheus 1, 1; TestSol D 4, 14; TestAbr A 5 p. 82, 4 [Stone p. 12]; Jos., Ant. 15, 68; Ps.-Clem., Hom. p. 6, 28; 12, 11; 28 al. Lag.). The latter sense, speech, lecture, appears in our lit. in ref. to presentation of a monologue before a congregation: ὁμιλίαν ποιεῖσθαι deliver a sermon, preach (as Just., D. 28, 2; 85, 5.—On ὁμ. ποιεῖσθαι cp. Jos., Vi. 222) περί τινος about someth. IPol 5:1.—DELG s.v. ὅμιλο. M-M. EDNT.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ομιλία — η (ΑΜ ὁμιλία, Α ιων. τ. ὁμιλίη) 1. λόγος που εκφωνείται σε συγκέντρωση, διάλεξη (α. «την Κυριακή θα γίνει ομιλία τού βουλευτή στην πλατεία τού χωριού» β. «η επί τού όρους ομιλία») 2. συνομιλία, κουβέντα (α. «με την ομιλία ξέχασα να τηλεφωνήσω» β …   Dictionary of Greek

  • ομιλία — η 1. λόγος σε συγκέντρωση, διάλεξη, κήρυγμα: Ήταν αξιόλογη η ομιλία του. 2. συνομιλία, κουβέντα, συζήτηση: Του έκανα ομιλία για το γνωστό θέμα. 3. λαλιά, τρόπος έκφρασης: Από την ομιλία του φαίνεται πως είναι πανέξυπνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμιλία — ὁμῑλίᾱ , ὁμιλία intercourse fem nom/voc/acc dual ὁμῑλίᾱ , ὁμιλία intercourse fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμιλίᾳ — ὁμῑλίαι , ὁμιλία intercourse fem nom/voc pl ὁμῑλίᾱͅ , ὁμιλία intercourse fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Гомилия — (όμιλία) πечь в собрании, беседа со многими. 1) Древнейший (времен апостольских) вид христианской храмовой проповеди, преимущественно речи тех пастырей пресвитеров, которые не получили школьного образования, но, глубоко уверовав в истины… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • καχομιλία — καχομιλία, ἡ (Α) κακομιλία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή του κ στο αντίστοιχο δασύ χ προ δασέος φθόγγου) + ομιλία (< ὁμιλία), πρβλ. ευ ομιλία, συν ομιλία] …   Dictionary of Greek

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • γραμμόφωνο — Συσκευή που αναπαραγάγει ήχους και λέξεις με καθαρά μηχανικά μέσα. Ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ (1619–1655) έκανε λόγο σε κάποιο έργο του για χαραγμένες σελίδες, από τις οποίες περνά μία βελόνα αναπαράγοντας λέξεις και μουσική. Ο Άγγλος φυσικός Θ.… …   Dictionary of Greek

  • λογική — I (Μαθημ.). Μαθηματική επιστήμη, τα θεμέλια της οποίας βρίσκονται στο έργο του Αριστοτέλη Όργανον (βλ. λ. λογική [φιλοσοφική επιστήμη]). Ο μαθηματικός Μπουλ εισήγαγε στη λ. αυτή τον λογισμό, με τον οποίο αποφεύγονται πολλά προβλήματα που υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”